ψωροδραχμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωροδραχμή οι ψωροδραχμές
      γενική της ψωροδραχμής των ψωροδραχμών
    αιτιατική την ψωροδραχμή τις ψωροδραχμές
     κλητική ψωροδραχμή ψωροδραχμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωροδραχμή < ψωρο- + δραχμή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pso.ɾo.ðɾax.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐ρο‐δρα‐χμή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωροδραχμή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]