ψύκτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψήκτρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ψύκτρα από αλουμίνιο με ανεμιστήρα πάνω από τον επεξεργαστή ηλεκτρονικού υπολογιστή. Δίπλα της διακρίνεται μία μικρότερη ψύκτρα, χωρίς ανεμιστήρα, πάνω από άλλο ολοκληρωμένο κύκλωμα της μητρικής.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψύκτρα οι ψύκτρες
      γενική της ψύκτρας των ψυκτρών
    αιτιατική την ψύκτρα τις ψύκτρες
     κλητική ψύκτρα ψύκτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψύκτρα (νεολογισμός) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψύκτρα ή ψύκ(της) + θηλυκό επίθημα -τρα, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική cooler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψύκτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψῠκτρᾱ-
ονομαστική ψύκτρ αἱ ψύκτραι
      γενική τῆς ψύκτρᾱς τῶν ψυκτρῶν
      δοτική τῇ ψύκτρ ταῖς ψύκτραις
    αιτιατική τὴν ψύκτρᾱν τὰς ψύκτρᾱς
     κλητική ! ψύκτρ ψύκτραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψύκτρ
γεν-δοτ τοῖν  ψύκτραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε το βραχύ ύψιλον από τον γνωστό πληθυντικό «ψύκτραι».
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψύκτρα < αρχαία ελληνική (ψύχω) ψυκ- + -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψύκτρα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • ψύκτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
    Με σημείωση: «στον πληθ. αἱ ψύκτραι»