ψύχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψύχος | τα | ψύχη |
γενική | του | ψύχους | των | ψυχών |
αιτιατική | το | ψύχος | τα | ψύχη |
κλητική | ψύχος | ψύχη | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψύχος < αρχαία ελληνική ψῦχος < ψύχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψύχος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- το αίσθημα που προκαλείται από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
- ↪ ο κατιφές δεν αγαπά το ψύχος αλλά η λεβάντα αντέχει και στα ψύχη και στις ζέστες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
και δείτε τα συγγενικά τους
→ και δείτε τη λέξη ψύχω πιθανόν συνδεδεμένη και με την ψυχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)