ψώμωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψώμωμα | τα | ψωμώματα |
γενική | του | ψωμώματος | των | ψωμωμάτων |
αιτιατική | το | ψώμωμα | τα | ψωμώματα |
κλητική | ψώμωμα | ψωμώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψώμωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψωμώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψώμωμα
|