ψώριασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψώριασμα τα ψωριάσματα
      γενική του ψωριάσματος των ψωριασμάτων
    αιτιατική το ψώριασμα τα ψωριάσματα
     κλητική ψώριασμα ψωριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψώριασμα < ψωριάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψώριασμα ουδέτερο

  • η προσβολή από ψώρα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει προσβληθεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]