ωμαλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμαλγία οι ωμαλγίες
      γενική της ωμαλγίας των ωμαλγιών
    αιτιατική την ωμαλγία τις ωμαλγίες
     κλητική ωμαλγία ωμαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωμαλγία < ώμ(ος) + -αλγία < άλγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωμαλγία θηλυκό

  • (ιατρική) ο πόνος του ώμου
    ηωμαλγία ίσως σημαίνει αρθριτικά, να ρωτήσουμε ρευματολόγο ή ορθοπεδικό άραγε;
    πάσχει από συχνές ωμαλγίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]