ωμοπλατιαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ωμοπλατιαίο

  1. ωμοπλατιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ωμοπλατιαίο, ουδέτερο του ωμοπλατιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού