ωοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωοειδής | η | ωοειδής | το | ωοειδές |
γενική | του | ωοειδούς* | της | ωοειδούς | του | ωοειδούς |
αιτιατική | τον | ωοειδή | την | ωοειδή | το | ωοειδές |
κλητική | ωοειδή(ς) | ωοειδής | ωοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωοειδείς | οι | ωοειδείς | τα | ωοειδή |
γενική | των | ωοειδών | των | ωοειδών | των | ωοειδών |
αιτιατική | τους | ωοειδείς | τις | ωοειδείς | τα | ωοειδή |
κλητική | ωοειδείς | ωοειδείς | ωοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωοειδής < αρχαία ελληνική ᾠοειδής
Επίθετο[επεξεργασία]
ωοειδής, -ής, -ές