ωριαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ωριαία (χρονικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωριαία | οι | ωριαίες |
γενική | της | ωριαίας | των | ωριαίων |
αιτιατική | την | ωριαία | τις | ωριαίες |
κλητική | ωριαία | ωριαίες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωριαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ωριαίος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωριαία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωριαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ωριαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωριαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωριαίος