ωριαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωριαία < ωριαίος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ωριαία (χρονικό)

  1. με διάρκεια μιας ώρας
  2. με επανάληψη ανά ώρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριαία οι ωριαίες
      γενική της ωριαίας των ωριαίων
    αιτιατική την ωριαία τις ωριαίες
     κλητική ωριαία ωριαίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωριαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ωριαίος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωριαία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ωριαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωριαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωριαίος