ωριόπλουμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωριόπλουμος η ωριόπλουμη το ωριόπλουμο
      γενική του ωριόπλουμου της ωριόπλουμης του ωριόπλουμου
    αιτιατική τον ωριόπλουμο την ωριόπλουμη το ωριόπλουμο
     κλητική ωριόπλουμε ωριόπλουμη ωριόπλουμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωριόπλουμοι οι ωριόπλουμες τα ωριόπλουμα
      γενική των ωριόπλουμων των ωριόπλουμων των ωριόπλουμων
    αιτιατική τους ωριόπλουμους τις ωριόπλουμες τα ωριόπλουμα
     κλητική ωριόπλουμοι ωριόπλουμες ωριόπλουμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωριόπλουμος < ώριος + πλουμί

Επίθετο[επεξεργασία]

ωριόπλουμος, -η, -ο και ωραιόπλουμος

  1. ωραία στολισμένος
  2. (κατ’ επέκταση) όμορφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]