ωτολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ωτολόγος | οι | ωτολόγοι |
γενική | του/της | ωτολόγου | των | ωτολόγων |
αιτιατική | τον/την | ωτολόγο | τους/τις | ωτολόγους |
κλητική | ωτολόγε | ωτολόγοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτολόγος