ωτόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτόρροια < λόγια λέξη ὠτορροια για να αποδώσει το γαλλικό otorrhée < oto- ( αρχαία ελληνική γενική ὠτός της λέξης οὖς) + -rrhée ( < αρχαία ελληνική ῥέω όπου το δασυνόμενο ρ διπλασιαζόταν μετά από φωνήεν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτόρροια θηλυκό