ωφελιμοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωφελιμοκρατία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- ωφελιμισμός, η κυριαρχία του ωφελιμισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωφελιμοκρατία
→ δείτε τη λέξη ωφελιμισμός |