ωχρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωχρά < ωχρός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ωχρά (τροπικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ωχρά

  1. (καθαρεύουσα) θηλυκό του ωχρός, δηλαδή η ωχρή, η κιτρινωπή
    ωχρά σπειροχαίτη
    η ωχρά κηλίδα του ματιού ή οφθαλμού
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωχρό