ωχρόφαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχρόφαιος < ωχρός + φαιός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική gris pâle)
Επίθετο[επεξεργασία]
ωχρόφαιος
- ο φαιοκίτρινος
ωχρόφαιος (χρώμα):