ωόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωόν < αρχαία ελληνική ᾠόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωόν ουδέτερο
- μονοτονική γραφή του ᾠόν, το αβγό
- εκφορά του αβγού στη ζωολογία και άλλες επιστήμες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ωάριο
- στο σπερματοζωάριο το "ζωάριο" οφείλεται στο γαλλικό zoaire < ζῶ ή ζῷον + -άριον για το υποκοριστικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωόν
|