όαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όαση | οι | οάσεις |
γενική | της | όασης* | των | οάσεων |
αιτιατική | την | όαση | τις | οάσεις |
κλητική | όαση | οάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄα(σις) + -ση[1] < αρχαία αιγυπτιακή wḥ't (καζάνι, κοίλωμα, λάκκος). Συγκρίνετε την αραβική واحة (wãḥat).
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐α‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όαση θηλυκό
- (γεωγραφία) εύφορη περιοχή, με βλάστηση και νερό, μέσα στην έρημο
- (μεταφορικά) ευχάριστη κατάσταση, δραστηριότητα ή τόπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- όαση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όαση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ όαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)