όσμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Os
  • Ατομικός αριθμός : 76
  • Προηγούμενο = Re
  • Επόμενο = Ir

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Δείγμα οσμίου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όσμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική osmium < αρχαία ελληνική ὀσμή (λόγω της έντονης μυρωδιάς του)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Όταν το μέταλλο εκτίθεται στον ατμοσφαιρικό αέρα, επικαλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα τετροξειδίου (OsO4), το οποίο έχει χαρακτηριστική οσμή.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όσμιο τα όσμια
      γενική του οσμίου
όσμιου
των οσμίων
    αιτιατική το όσμιο τα όσμια
     κλητική όσμιο όσμια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όσμιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]