ἐξαπονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξαπονίζω < ἐξ + ἀπονίζω < νίζω / νίπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐξαπονίζω (παθητική φωνή: ἐξαπονίζομαι)

  • πλένω επιμελώς
    • ὣς ἄρ' ἔφη, γρηῢς δὲ λέβηθ' ἕλε παμφανόωντα, / τῷ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ' ἐνεχεύατο πολλόν (Όμηρος, Οδύσσεια, 386-387
    • Τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης συνδεόμενοι οἱ Ἀπόστολοι, τῷ δεσπόζοντι τῶν ὅλων ἑαυτοὺς Χριστῷ ἀναθέμενοι, ὡραίους πόδας ἐξαπενίζοντο, εὐαγγελιζόμενοι πᾶσιν εἰρήνην. (απ’ τον ειρμό της 5ης ωδής του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης)