élargissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élargissement | élargissements |
élargissement (fr) αρσενικό
- η διεύρυνση
- η ελευθέρωση ενός κρατουμένου