électrophysiologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
électrophysiologie électrophysiologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

électrophysiologie (fr) θηλυκό