élevage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élevage élevages

élevage (fr) θηλυκό

  1. η κτηνοτροφία, γενικά
  2. η εκτροφή