émir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
émir < αραβική أمير (ʾāmyr, πρίγκιπας)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.miʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
émir émirs

émir (fr) αρσενικό