épithétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.te.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
épithétique épithétiques

épithétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό