étage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
étage < παλαιά γαλλική estage (=κατοικία) < παλαιά γαλλική ester (μένω, στέκομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.taʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]