étymologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ti.mɔ.lo.ʒik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étymologique étymologiques

étymologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό