ćwiczenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ćwiczenie ćwiczenia
γενική ćwiczenia ćwiczeń
δοτική ćwiczeniu ćwiczeniom
αιτιατική ćwiczenie ćwiczenia
οργανική ćwiczeniem ćwiczeniami
τοπική ćwiczeniu ćwiczeniach
κλητική ćwiczenie ćwiczenia

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ćwiczenie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]