ĉefa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ĉefa < ĉef- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĉefa ĉefaj
αιτιατική ĉefan ĉefajn

ĉefa (eo)

jen la ĉefaj informoj, ορίστε οι κύριες πληροφορίες