łacina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | łacina | łaciny |
γενική | łaciny | łacin |
δοτική | łacinie | łacinom |
αιτιατική | łacinę | łaciny |
οργανική | łaciną | łacinami |
τοπική | łacinie | łacinach |
κλητική | łacino | łaciny |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łacina (pl) θηλυκό
- τα λατινικά
- η λατινική γλώσσα
- το μάθημα των λατινικών