łacina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łacina łaciny
γενική łaciny łacin
δοτική łacinie łacinom
αιτιατική łacinę łaciny
οργανική łaciną łacinami
τοπική łacinie łacinach
κλητική łacino łaciny

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

łacina (pl) θηλυκό

  1. τα λατινικά
    • η λατινική γλώσσα
    • το μάθημα των λατινικών

Συνώνυμα[επεξεργασία]