ŝraŭbo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbo | ŝraŭboj |
αιτιατική | ŝraŭbon | ŝraŭbojn |
ŝraŭbo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbo | ŝraŭboj |
αιτιατική | ŝraŭbon | ŝraŭbojn |
ŝraŭbo (eo)