Άκτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἄκτωρ, ἄκτωρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άκτωρ οι Άκτορες
      γενική του Άκτορος των Ακτόρων
    αιτιατική τον Άκτορα τους Άκτορες
     κλητική Άκτορ Άκτορες
Δείτε και Άκτορας, Ἄκτωρ.
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Άκτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἄκτωρ < ἄκτωρ (που οδηγεί, αρχηγός) < ἄγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.ktoɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐κτωρ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Άκτωρ αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]