Όλυμπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Όλυμπος | οι | Όλυμποι |
γενική | του | Όλυμπου & Ολύμπου |
των | Όλυμπων & Ολύμπων |
αιτιατική | τον | Όλυμπο | τους | Όλυμπους & Ολύμπους |
κλητική | Όλυμπε | Όλυμποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Όλυμπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὄλυμπος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Όλυμπος αρσενικό
- το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, όπου κατοικούσαν οι δώδεκα Ολύμπιοι θεοί των αρχαίων Ελλήνων
- ονομασία βουνών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας· βουνό της Κύπρου· ιστορική ονομασία βουνών της Τουρκίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Όλυμπος
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Όλυμπος | ||
γενική | της | Ολύμπου | ||
αιτιατική | την | Όλυμπο | ||
κλητική | Όλυμπε (Όλυμπο) | |||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Όλυμπος θηλυκό, μόνο στον ενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)