Όσλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Όσλο
      γενική του Όσλου
    αιτιατική το Όσλο
     κλητική Όσλο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Όσλο < νορβηγική Oslo

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Όσλο ουδέτερο

  • η πρωτεύουσα της Νορβηγίας (παλιότερα ονομαζόταν Χριστιανία)
    ※  Ταραχές ξέσπασαν και στη συνέχεια στο κέντρο του Όσλου, όπου διαδηλωτές επιδόθηκαν στον βανδαλισμό ενός καταστήματος με την αστυνομία να κάνει 3 συλλήψεις. (*)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]