ΑΑ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Α.Α. > αρχικά γράμμα άλφα κεφαλαίο Α των λέξεων: δείτε τους ορισμούς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈalfa ˈalfa/ ως αρκτικόλεξο)
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Α.Α. αρκτικόλεξο ή συντομογραφία
- (ανεπίσημο, διαβάθμιση ποιότητας, αρκτικόλεξο) «Άλφα Άλφα»: πρώτης και καλής ποιότητας
- (θηλυκό συντομογραφία) Αρχιεπισκοπή Αθηνών
- (αρσενικό συντομογραφία) Αύξων Αριθμός
- άλλες μορφές: α/α
- Ανώνυμοι Αλκοολικοί : ελληνική συντομογραφή της οργάνωσης υποστήριξης αλκοολικών, ισοδύναμη της αγγλικής AA (λατινικό αλφάβητο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αύξων αριθμός
|
πολύ καλή ποιότητα
|