Αγνοδίκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αγνοδίκη < αρχαία ελληνική Ἁγνοδίκη → δείτε τις λέξεις αγνός και δίκη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣnoˈði.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γνο‐δί‐κη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγνοδίκη θηλυκό