Αζόρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αζόρες | ||
γενική | των | Αζορών | ||
αιτιατική | τις | Αζόρες | ||
κλητική | Αζόρες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αζόρες < αγγλική Azores < πορτογαλική Açores < açores, πληθυντικός του açor (διπλοσάινο) < λατινική accipiter (γεράκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱu-péth₂r̥[1] < *h₂eḱus + *péth₂r̥
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈzo.ɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ζό‐ρες
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αζόρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- συστάδα εννέα νησιών της Πορτογαλίας στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό
- ※ Σήμερα, μία από τις δημοφιλέστερες δραστηριότητες για τους επισκέπτες των Αζορών είναι η παρακολούθηση φαλαινών και δελφινιών μέσα από μικρότερα ή μεγαλύτερα τουριστικά σκάφη.
- Ισαβέλλα Ζαμπετάκη, Αζόρες: Η Χαβάη στον Ατλαντικό, Η Καθημερινή, 16 Νοεμβρίου 2017
- ※ Σήμερα, μία από τις δημοφιλέστερες δραστηριότητες για τους επισκέπτες των Αζορών είναι η παρακολούθηση φαλαινών και δελφινιών μέσα από μικρότερα ή μεγαλύτερα τουριστικά σκάφη.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αζόρες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αζόρες
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Πορτογαλίας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Πορτογαλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)