Αλέκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλέκα | οι | Αλέκες |
γενική | της | Αλέκας | — | |
αιτιατική | την | Αλέκα | τις | Αλέκες |
κλητική | Αλέκα | Αλέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλέκα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις Αλεξάνδρα και Αλέξανδρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αλέκα
|