Αλαλκομενές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αλαλκομενές | ||
γενική | των | Αλαλκομενών | ||
αιτιατική | τις | Αλαλκομενές | ||
κλητική | Αλαλκομενές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αλαλκομενές < ελληνιστική κοινή Ἀλαλκομεναί
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.lal.ko.meˈnes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λαλ‐κο‐με‐νές
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλαλκομενές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- αρχαία πόλη της Βοιωτίας
- χωριό της Βοιωτίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αλαλκομενές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Βοιωτίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Βοιωτίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Βοιωτίας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)