Αλλούβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αλλούβιο | ||
γενική | του | Αλλούβιου & Αλλουβίου | ||
αιτιατική | το | Αλλούβιο | ||
κλητική | Αλλούβιο | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αλλούβιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀλλούβιον
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλλούβιο ουδέτερο
- (γεωλογία) άλλη μορφή του Αλλούβια Εποχή, συνώνυμο του Ολόκαινο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αλλούβιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)