Αλμπάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλμπάνα | οι | Αλμπάνες |
γενική | της | Αλμπάνας | — | |
αιτιατική | την | Αλμπάνα | τις | Αλμπάνες |
κλητική | Αλμπάνα | Αλμπάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλμπάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αλμπάνα
|