Αμαλιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμαλιάνα | οι | Αμαλιάνες |
γενική | της | Αμαλιάνας | — | |
αιτιατική | την | Αμαλιάνα | τις | Αμαλιάνες |
κλητική | Αμαλιάνα | Αμαλιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμαλιάνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αμαλιάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμαλιάνα
|