Αμβρόσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αμβρόσιος | οι | Αμβρόσιοι |
γενική | του | Αμβρόσιου & Αμβροσίου |
των | Αμβρόσιων & Αμβροσίων |
αιτιατική | τον | Αμβρόσιο | τους | Αμβρόσιους & Αμβροσίους |
κλητική | Αμβρόσιε | Αμβρόσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμβρόσιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀμβρόσιος < λατινική Ambrosius < αρχαία ελληνική ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɱˈvɾo.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αμ‐βρό‐σι‐ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αμβρόσιος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)