Αμυγδαλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμυγδαλή | οι | Αμυγδαλές |
γενική | της | Αμυγδαλής | των | Αμυγδαλών |
αιτιατική | την | Αμυγδαλή | τις | Αμυγδαλές |
κλητική | Αμυγδαλή | Αμυγδαλές | ||
Σύνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμυγδαλή < αμυγδαλή < αρχαία ελληνική ἀμυγδαλῆ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αμυγδαλή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αμυγδαλή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αμυγδαλή
|