Αρίφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αρίφ < (μεταγραφή) προέλευσης από διάφορες γλώσσες Arif (όπως τουρκικά, περσικά, παστό, αλβανικά) < οθωμανική τουρκική عارف (arif) < αραβική عَارِف (ʿārif) (ο γνώστης, ο επαΐων)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Αρίφ αρσενικό, άκλιτο