Αρετή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρετή | οι | Αρετές |
γενική | της | Αρετής | των | Αρετών |
αιτιατική | την | Αρετή | τις | Αρετές |
κλητική | Αρετή | Αρετές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αρετή < αρχαία ελληνική Ἀρετή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾeˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρε‐τή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αρετή θηλυκό