Αστυάναξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αστυάναξ | οι | Αστυάνακτες |
γενική | του | Αστυάνακτος | των | Αστυανάκτων |
αιτιατική | τον | Αστυάνακτα | τους | Αστυάνακτες |
κλητική | Αστυάναξ | Αστυάνακτες | ||
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και την αρχαία κλίση στο Ἀστυάναξ. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αστυάναξ < αρχαία ελληνική Ἀστυάναξ < ἀστυάναξ < ἄστυ + ἄναξ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αστυάναξ αρσενικό
- αρχαίο ανδρικό όνομα, ο Αστυάνακτας
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης
- Αστυάναξ ο Μιλήσιος, αρχαίος Έλληνας ολυμπιονίκης του 4ου αιώνα π.Χ.
- (αστρονομία) ο αστεροειδής 1871 Astyanax
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αστυάναξ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)