Βαρβάκειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαρβάκειο | τα | Βαρβάκεια |
γενική | του | Βαρβάκειου & Βαρβακείου |
των | Βαρβάκειων & Βαρβακείων |
αιτιατική | το | Βαρβάκειο | τα | Βαρβάκεια |
κλητική | Βαρβάκειο | Βαρβάκεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βαρβάκειο < από το επώνυμο του δωρητή Βαρβάκ(ης) + -ειο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaɾˈva.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐βά‐κει‐ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαρβάκειο ουδέτερο
- (επωνυμία) ονομασία πρότυπης σχολής στην Αθήνα
- ※ Έδωσα εξετάσεις στο Βαρβάκειο, το καλύτερο δημόσιο Γυμνάσιο της χώρας, όπως το είχε προγραμματίσει εκείνος, και πέρασα με κεκτημένη ταχύτητα από το Δημοτικό. (Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ολομόναχος, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018), σελ. 63)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)