Βασόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βασόρα | ||
γενική | της | Βασόρας | ||
αιτιατική | τη | Βασόρα | ||
κλητική | Βασόρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βασόρα < γαλλική Bassorah• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaˈso.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σό‐ρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/55/Basra-Shatt-Al-Arab.jpg/220px-Basra-Shatt-Al-Arab.jpg)
Βασόρα θηλυκό
- πόλη του Ιράκ
- ※ Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό / στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά / πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
- Κεμάλ, στίχοι: Νίκος Γκάτσος, σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις
- ※ Πρώτος στόχος των συμμαχικών δυνάμεων στην προέλασή τους προς το εσωτερικό του Ιράκ από τον νότο θα είναι η κατάληψη της Βασόρας, η διασφάλιση του λιμανιού της και των παρακείμενων πετρελαιοπηγών.
- Patrick Tyler, Πρώτος στόχος η ταχεία κατάληψη της Βασόρας, Η Καθημερινή, 19 Μαρτίου 2003
- ※ Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό / στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά / πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Βασόρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Ιράκ (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Ιράκ (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)