Βατοπέδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βατοπέδι | τα | Βατοπέδια |
γενική | του | Βατοπεδίου | των | Βατοπεδίων |
αιτιατική | το | Βατοπέδι | τα | Βατοπέδια |
κλητική | Βατοπέδι | Βατοπέδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βατοπέδι < μεσαιωνική ελληνική Βατοπέδιον < αρχαία ελληνική βάτος + πέδον (< πούς)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βατοπέδι ουδέτερο
- τοπωνύμιο στην χερσόνησο του Άθω
- οικισμός στη Χαλκιδική
- (συνεκδοχικά) η Μονή Βατοπεδίου