Γαρδίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
γενική | του | Γαρδικιού | των | Γαρδικιών |
αιτιατική | το | Γαρδίκι | τα | Γαρδίκια |
κλητική | Γαρδίκι | Γαρδίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γαρδίκι < πρωτοσλαβική *gardĭkŭ < *gordъ (οχύρωση, κάστρο, πόλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰordʰ-os < *gʰerdʰ- (περικλείω, περίκλειστος χώρος, φράχτης)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γαρδίκι ουδέτερο
- οικισμός της Ελλάδας (σε διάφορες περιοχές, συνήθως κοντά σε βυζαντινό ή αρχαίο κάστρο ή τειχισμένη πόλη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Γαρδικιώτης
- Γαρδικιώτισσα
- Παλαιογαρδίκι
- → δείτε τη λέξη Καρδίτσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Γαρδίκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)